- καρδιακός
- -ή, -ό (AM καρδιακός, -ή, -όν) [καρδία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά ή που σχετίζεται με την καρδιά («καρδιακό νόσημα»)νεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από καρδιακό νόσημα2. το θηλ. ως ουσ. η καρδιακήβοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών χειλανθώννεοελλ.-μσν.(για πρόσ.) ειλικρινής, πιστός, εγκάρδιος.επίρρ...καρδιακά και γκαρδιακά και καρδιακώς (AM καρδιακῶς, Μ και καρδιακά)1. ιατρ. από την άποψη τής καρδιάς, από την καρδιά2. μέσα από την καρδιά, με αγάπη, με ειλικρίνειανεοελλ.-μσν.(για συναισθήματα) βαθύτατα.
Dictionary of Greek. 2013.